λυριτζής
Смотреть что такое "λυριτζής" в других словарях:
λυριτζής — ο λυράρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + κατάλ. (ι)τζής*] … Dictionary of Greek
λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… … Dictionary of Greek